- σφαλιχτά
- Νεπίρρ. βλ. σφαλιστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… … Dictionary of Greek
σφαλιστός — και σφαληχτός και σφαλιχτός, ή, ό, Ν 1. κλεισμένος, κλειστός 2. περιορισμένος. επίρρ... σφαλιστά και σφαληχτά και σφαλιχτά Ν κλειστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σφαλιστός < σφαλίζω, ενώ τα επίθ. σφαληχτός/ σφαλιχτός < σφαλώ / σφαλίζω, κατά το… … Dictionary of Greek